Live Radio

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

«Κι ας χαθώ…»

 Το «Κι ας χαθώ…» της Έστερ Αν Κιμ είναι το 2ο βιβλίο στη σειρά «Πορφύρα» των Εκδόσεων «ΕΝ ΠΛΩ»


Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Κορέα βρίσκεται υπό Ιαπωνική κατοχή και της επιβάλλεται η λατρεία του Ήλιου. Η Έστερ Αν Κιμ, μια νεαρή δασκάλα μόλις 19 χρονών αποφασίζει να ορθώσει το ανάστημά της και να υποστηρίξει την Χριστιανική της πίστη. Η περιπέτειά της θα μπορούσε να είναι αυτή ενός κοριτσιού της διπλανής πόρτας…
Η αμεσότητα της μαρτυρίας της Έστερ Αν Κιμ και η βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού στη ζωή της, κάνουν το προσωπικό αυτό ημερολόγιο ένα συναρπαστικό

ανάγνωσμα για κάθε αναγνώστη που αναζητά την αρμονία με τα βαθύτερα πιστεύω του.

Το μαρτύριο και η μαρτυρία πίστης χιλιάδων Χριστιανών της Κορέας την εποχή του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και αργότερα, όταν τη Χερσόνησο της Κορέας κατέλαβε ο Ρωσικός στρατός, μπορεί να ξαφνιάζει τον έλληνα αναγνώστη. Και μόνο η τοποθεσία ακούγεται τόσο μακρινή σ’ εμάς… Όσο για την πολιτισμική απόσταση, αυτή φαίνεται πολύ δύσκολα προσεγγίσιμη. Κι όμως, να που με την χάρη του Θεού, η πνευματική συγγένεια με τους Χριστιανούς της μακρινής αυτής χώρας μηδενίζει τη γεωγραφική απόσταση και τους καθιστά όχι μόνο εν Χριστώ αδελφούς αλλά και λαμπρά παραδείγματα πίστης, άξια να δείξουν και σε μας τον δρόμο για τη σωτηρία σώματος και ψυχής…

αποσπάσματα...


Ας αφεθούμε στην αφήγηση της νεαρής Έστερ και μέσα από τη γυναικεία της ματιά ας παρακολουθήσουμε μια άλλη ανάγνωση των σημαντικών ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν την πρόσφατη παγκόσμια ιστορία.

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. Ένα βιβλίο γλύκα, ένα βιβλίο χαστούκι που δέρνει με την απλότητα της πίστης αυτής της γυναίκας. Πονάει γιατί έτσι όπως μπαίνει και μένει στη μνήμη μας, θυμίζει την πίστη μας που ξεθώριασε. Είναι μια λογοτεχνική γραφή που ενώ δεν επιδιώκει να κάνει λογοτεχνία, τελικά αποδεικνύεται αληθινό λογοτέχνημα με μοναδικό στυλ που του το χαρίζει η γυναικεία αισθαντικότητα και απλότητα. Αυτή που βαδίζει παλληκαρίσια, ολόισα στο θάνατο λέγοντας πολύ απλά “κι ας χαθώ”. Γιατί έτσι απλά φωτίζει ο ήλιος τις χριστιανικές καρδιές, τις ερωτευμένες με τον Εσταυρωμένο και Αναστημένο Νυμφίο, τις καρδιές που δεν υποκρίνονται την ευσέβεια».
(Από τον Πρόλογο του π. Σταμάτη Σκλήρη)

«Εύχομαι οι αναγνώστες να κατανοήσουν τα πολλαπλά μηνύματα που στέλνει στις ημέρες μας το τόσο ζωντανό αυτό βιβλίο».
† Ο Πισιδίας Σωτήριος (Τράμπας) ο από Κορέας


Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Προσοχή!». Μια στριγγλιά διαπέρασε τους ψιθύρους του πλήθους και όλοι έσπευσαν να μπουν στη σειρά τους. Είχαμε συνηθίσει σ’ αυτή τη δουλοπρεπή συμπεριφορά, αφού για πάνω από τριάντα επτά χρόνια ήμασταν αιχμάλωτοι των Ιαπώνων. «Ας υποκλιθούμε βαθιά στο θεό του ήλιου!».

Το αμέτρητο πλήθος, σαν ένας άνθρωπος, εκτέλεσε τη διαταγή και καθένας έγειρε το πάνω μέρος του σώματός του σεμνά και βαθιά. Ήμουν η μόνη που παρέμεινε ευθυτενής, να κοιτάει ψηλά τον ουρανό. Δευτερόλεπτα πριν η αμηχανία κι ο φόβος δοκίμαζαν την καρδιά, αλλά τώρα είχαν εξαφανιστεί. Ήμουν απόλυτα ήρεμη. Η συνείδησή μου μού ψιθύριζε: «’Έκανες το καθήκον σου».
…………………………………………………………………………………………..

Δεν είχα ξαναμπεί ποτέ στη φυλακή. Τώρα μου έμελλε να μάθω ότι όλες οι φυλακές έχουν την ίδια απαίσια ομοιότητα μεταξύ τους. Τα κελιά δεν ήταν πάντα ίδια, υπηρετούσαν όμως όλα τον ίδιο σκοπό: τον περιορισμό.

Στο συγκεκριμένο τμήμα των φυλακών, τα κελιά είχαν τοίχους οπλισμένους με σιδερένιες μπάρες και σιδερόφραχτες πόρτες, ήταν διαρρυθμισμένα κυκλικά και γύρω γύρω τα περιτριγύριζε ένας φοβερός μεταλλικός φράχτης. Το φυλάκιο δίπλα στην είσοδο ήταν αρκετά ψηλό και έτσι ο εκάστοτε φρουρός μπορούσε ανεμπόδιστα να επιτηρεί ανά πάσα στιγμή κάθε φυλακισμένο χωριστά.

Για βραδινό μας έφεραν μισό μπολ με σούπα και μισό μπολάκι με ένα μίγμα ρυζιού και σταριού. Απ’ ότι φαίνεται ήταν το απολύτως απαραίτητο για να κρατηθούμε στη ζωή.

«Χριστέ μου», προσευχήθηκα, « γνωρίζεις ότι είμαι ανάξια. Αισθάνομαι ντροπή που δεν έχω κάνει τίποτα που να αξίζει την απέραντη θυσιαστική σου αγάπη. Γεμίζω την καρδιά μου και την ψυχή μου με ελπίδα και είμαι έτοιμη να προσφέρω τον εαυτό μου σε Σένα.

Με έβαλαν στο κελί οκτώ. Ήσαν κυριολεκτικά σαν χοιροστάσιο.

Λίγο μετά, ένας κρατούμενος που βρισκόταν σε κελί διαγωνίως του δικού μου, σηκώθηκε και προσεκτικά με χαιρέτησε υποκλινόμενος. Ανταπέδωσα! Ένιωθα ότι κάπου τον ήξερα, χωρίς να είμαι και σίγουρη. Ο δεσμοφύλακας βρισκόταν κοντά, οπότε αρκεστήκαμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο σιωπηλά. Με το που έφυγε, άρχισε η κουβέντα μας, όχι φωναχτά φυσικά, αλλά σχηματίζοντας με το δάκτυλό μας τα γράμματα στον αέρα.

«Είμαι ο πατήρ Joo», μου είπε.

Τί τύχη, Θεέ μου! Με το που ήρθα σ’ αυτό το μέρος ο Κύριος με αξίωσε να γνωρίζω αυτό το σπουδαίο και άγιο άνθρωπο.

Καθώς χρησιμοποιούσαμε τα χέρια μας για να συνεννοηθούμε, εξακολουθούσα να παρατηρώ το πρόσωπό του. Πρέπει να υπέστη ανείπωτα μαρτύρια, όμως η γαλήνη κυριαρχούσε ακόμη στο πρόσωπό του.
……………………………………………………………………………………………

Ένα πρωινό του Ιανουαρίου, του πιο ψυχρού μήνα όλου του χρόνου, δυο άντρες δεσμοφύλακες και μια γυναίκα με μετέφεραν στον αντρικό τομέα της φυλακής και από εκεί με οδήγησαν σε ένα γραφείο. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι επρόκειτο να οδηγηθώ ενώπιον του δικαστηρίου. Ύψωσα τα μάτια μου στον ουρανό· το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Ο ουρανός, τα σύννεφα, κι ο αέρας ακόμη, έμοιαζαν όλα παγωμένα, αλλά, παραδόξως, αυτό το γκρι, εχθρικό σύμπαν σήμερα μου φαινόταν ζεστό και φιλικό.

Ο δεσμοφύλακας, πετώντας μου ένα ζευγάρι ψάθινα σανδάλια, με διέταξε να τα βάλω. Έπειτα, τοποθέτησε στο κεφάλι μου ένα καπέλο τόσο πλατύ που, καλύπτοντας το κεφάλι και το πρόσωπό μου, έφτανε μέχρι τους ώμους μου. Μόνο τα μάτια μου ήταν κάπως ελεύθερα, αφού μπορούσα να δω μέσα από τις δυο μικροσκοπικές οπές που είχε. Έπειτα, αφού μου πέρασε χειροπέδες, με έδεσε μ’ ένα χοντρό σκοινί.

Ήταν μια φρικτή μέρα. Ο πατήρ Chae μαστιγώθηκε επειδή δε μπορούσε να βαδίσει γρήγορα και ξέμενε πίσω. Ένας νεαρός κρατούμενος, που ακόμη δεν είχε καταδικαστεί, τέθηκε επικεφαλής της πορείας. Με το που έμπηγε μια κραυγή ο δεσμοφύλακας, αυτός ξεκίναγε να τρέχει, με αποτέλεσμα πολλοί να πέφτουν και να ποδοπατούνται· το ίδιο και ο πατήρ Chae. Τα λευκά μαλλιά αυτού του αγίου μούσκευαν από το αίμα, ενώ άσπρα ρούχα του και ο παγωμένος δρόμος γέμιζαν με κόκκινες σταλαγματιές.

«Βιάσου Χριστέ μου, βιάσου», φώναξα απεγνωσμένα. «Αποθανάτισε με την ουράνια κάμερά σου αυτή τη θηριωδία. Δες πόσο άθλιος είναι αυτός ο διωγμός και πόσο πιστοί οι δούλοι σου!»
……………………………………………………………………………………

Είναι το χρονικό της δικής μου ζωής μέσα στη φυλακή και η μαρτυρία για τα έργα του Ιησού Χριστού. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις