Live Radio

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η προσευχή



ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Νικολάου Πουλάδα


Στήν προσευχή δέν μετρᾶ τόσο ἡ ποσότητα, ἀλλά ἡ ποιότητα! Γιά νά εἶναι μιά προσευχή ποιοτική γιά τόν Θεό καθοριστικό ρόλο παίζουν δύο παράγοντες: Ὁ Νοῦς καί ἡ Καρδιά. Στό νοῦ πολεμήθηκε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αὐγυπτία ὅταν κατά τήν ὥρα τῶν προσευχῶν της στήν ἔρημο, τῆς ἔρχονταν εἰκόνες καί λογισμοί ἀπό τό ἁμαρτωλό παρελθόν της. Καί ἦταν τέτοια ἡ ποιότητα τῆς καρδιακῆς της προσευχῆς ὥστε νά ὑπερίπταται τοῦ ἐδάφους καί νά τή βλέπει ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς νά πετᾶ στόν ἀέρα.


1. Ὁ Νοῦς στήν προσευχή. Ὁ διασκορπισμός τοῦ νοῦ. Ὅταν τό μυαλό μας ταξιδεύει…

Ὅλοι μας ἔχουμε νιώσει τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τό νοῦ μας νά περισπᾶται, τό μυαλό μας νά φεύγει ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ καί διάφορες σκέψεις νά μᾶς βομβαρδίζουν. «Σκέψεις διέρχονται ἀπό τό κεφάλι μας, σάν βόμβος μυγῶν ἤ σάν τό ἰδιότροπο πήδημα τῶν πιθήκων ἀπό κλαδί σέ κλαδί».
Τό πρόβλημα συναντᾶται καί μέσα στό Ναό σέ ὅλους μας. Ὑπάρχει περίπτωση νά εἴμαστε στό Ναό παρόντες τῷ σώματι καί ἀπόντες τῷ πνεύματι. Ἡ Ἐκκλησία μας βλέποντας αὐτόν τόν κίνδυνό μας συνιστᾶ στό Χερουβικό ὕμνο: «Πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν». Μή σκέφτεστε τώρα τά βιοτικά! Ἄλλη ὥρα. Μή φέρνουμε τή δουλειά, τό σπίτι, τό γραφεῖο στό Ναό. Νά κουβαλᾶμε τήν Ἐκκλησία στά βιοτικά μας καί ὄχι τά βιοτικά μας στήν Ἐκκλησία. Νά φέρνουμε τήν Ἐκκλησία στόν κόσμο καί ὄχι τόν κόσμο στήν Ἐκκλησία. Ἀλλιῶς μπορεῖ νά περάσει ἡ ὥρα τῆς λατρείας καί ἐμεῖς νά μήν ἔχουμε καταλάβει τίποτα.
«Κάποτε σέ μιά γυναίκα πού καθόλη τή διάρκεια τῆς λειτουργίας ὁ νοῦς τῆς ἦταν στίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ της, ὁ γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης ἀπό τή Δράμα τῆς εἶπε:
– Στήν Ἐκκλησία τά ροῦχα σου τά ἔβλεπα, μά ἐσένα δέν σέ ἔβλεπα…».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θέτει τό τόσο αὐτονόητο ἐρώτημα: «Ἀφοῦ ἐσύ ὁ ἴδιος δέν ἀκοῦς τά λόγια τῆς προσευχῆς σου, πῶς περιμένεις νά τά ἀκούσει ὁ Θεός;».Ὅταν συμβαίνει αὐτό, ὁ πιστός
Α) Λυπᾶται γιά αὐτή τήν ἀδυναμία του.
Μετανιώνει πού οὔτε λίγη ὥρα δέν καταφέρνει νά συγκεντρωθεῖ. Μήπως αὐτός ὁ περισπασμός εἶναι καί ἁμαρτία; Ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ποσότητα, τήν ποιότητα αὐτοῦ τοῦ περισπασμοῦ καί τόν ἀγώνα πού κάνουμε νά τόν ἀποφύγουμε. Οἱ ἅγιοι καί μᾶς ἐλέγχουν καί μᾶς παρηγοροῦν!
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος θεολόγος λέει: «Μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες εἶναι τό νά προσεύχεται κάποιος στόν Θεό χωρίς φόβο καί εὐλάβεια καί προσοχή». Τό ὅτι πολλές φορές εὐθυνόμαστε γι’ αὐτήν τήν ἀμέλεια, μᾶς τό ἐπισημαίνει ἕνας σύγχρονος ἱερέας: «Μπορεῖ ὁποιοσδήποτε νά εἶναι συγκεντρωμένος ἀκόμη καί ἐπί ὧρες σκεπτόμενος κάποιο πρόβλημά του ἤ κάποια ὑπόθεσή του χωρίς νά διασπᾶται ἡ προσοχή του σέ τίποτα ἄλλο. Τά παλαιότερα ἐπίσης χρόνια, τότε πού δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ ἀριθμομηχανές, οἱ λογιστές ἐργάζονταν ἐπί ὀχτάωρο κάνοντας πράξεις χωρίς νά σηκώνουν κεφάλι καί χωρίς νά φεύγει ὁ νοῦς τους, ἀκόμη καί ἄν δίπλα τους δούλευε κομπρεσέρ! Ἀνάλογα συμβαίνουν καί μέ τήν ἐνασχόληση πολλῶν σπουδαστῶν στά μαθήματά τους. Ἐάν ὅμως ξεκινήσει κάποιος νά προσευχηθεῖ, τότε ὅλες οἱ ἀσχολίες προβάλλουν ἐμπρός του καί τόν διασποῦν. Αὐτό εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει διάβολος καί ὅτι ἡ προσευχή τόν κατακαίει, γι’ αὐτό τήν πολεμᾶ».
Ἀπόδειξη ὅμως ἐπίσης, ὅτι καί ἐμεῖς ὅταν θέλουμε κάτι, τό μποροῦμε. «Εἶπε ὁ ἀββάς Θεόδωρος, λέει τό Γεροντικό, ὅτι ἄν μᾶς λογαριάσει ὁ Θεός τίς ἀμέλειες κατά τίς προσευχές καί τίς ἀφηρημάδες κατά τίς ψαλμῳδίες, δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε».
Β) Λυπᾶται μέν, ἀλλά δέν ἀπογοητεύεται.
Εἶναι κάτι πού τό περιμένει. Συμβαίνει σέ ὅλους. Ἀκόμη καί στούς Ἁγίους. Ὅποιος τό ἀρνεῖται προφανῶς τοῦ λείπει ἡ συναίσθηση ἤ ἡ εἰλικρίνεια. Ὑπάρχει τό ἑξῆς ἀνέκδοτο:
«Μιά μέρα ἐνῶ ἔμπαινε μέ τό ἄλογό του σέ κάποιο χωριό ἕνας ἐπίσκοπος, συνάντησε ἕναν χωρικό πού τοῦ εἶπε:
– Καλημέρα Δέσποτα. Πρέπει νά σᾶς ἐμπιστευτῶ ἕνα μυστικό. Μπορῶ νά προσεύχομαι χωρίς περισπασμούς.
– Θαῦμα! ἀπάντησε ὁ ἐπίσκοπος. Μέχρι τώρα δέν συνάντησα κανέναν ἄνθρωπο ἱκανό νά προσεύχεται χωρίς νά ἀφαιρεῖται. Γι’ αὐτό σοῦ ὑπόσχομαι ἕνα βραβεῖο. Κοίταξε νά δεῖς. Ἐάν μπορέσεις νά πεῖς τό “Πάτερ ἡμῶν” χωρίς ἀφηρημάδα, θά σοῦ χαρίσω τό ἄλογό μου! Ὁ χωρικός ἦταν πολύ εὐχαριστημένος καί ἄρχισε: “Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τό θέλημά σου…”. Θά μοῦ δώσεις καί τή σέλλα ἤ μόνο τό ἄλογο; εἶπε, διακόπτοντας ξαφνικά τήν προσευχή. Ὁ ἐπίσκοπος γέλασε.
– Δυστυχῶς, δέν θά ἔχεις οὔτε τό ἄλογο οὔτε τή σέλλα. Ὁ ἀγρότης κατάλαβε ὅτι εἶχε χάσει τό στοίχημα. Οὔτε αὐτή τή σύντομη προσευχή μπόρεσε νά πεῖ χωρίς νά φύγει ὁ νοῦς του ἀλλοῦ».
Οἱ Πατέρες μᾶς προφυλάσσουν ὅμως ἀπό τήν ἀπογοήτευση. Διαβάζουμε στήν Κλίμακα: «Νά παλεύεις συνέχεια νά συγκεντρώνεις τό νοῦ σου πού σκορπάει σέ ρεμβασμούς. Ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀπό τούς ὑποτακτικούς (ὅπως ἀπό τούς ἡσυχαστές) ἀρέμβαστη προσευχή. Μήν ἀθυμεῖς ὅταν κλέπτεται ὁ νοῦς σου. Ἀλλά νά εὐθυμεῖς πού πάντοτε τόν ἐπαναφέρεις. Γιατί τό νά μένει ὁ νοῦς ἀσύλητος, χωρίς δηλαδή νά κλέπτεται ἀνήκει μόνο στούς ἀγγέλους».
Ἀναφέρει καί ὁ στάρετς Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα τῆς Ρωσίας: «Μοῦ ζητᾶς νά σέ διδάξω πῶς νά ἀποφεύγεις τό διασκεδασμό τοῦ νοῦ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς εἶναι ἀδύνατο νά ἀποφεύγουμε αὐτό τό διασκεδασμό. Πρέπει ὅμως νά προσπαθοῦμε νά συγκεντρώσουμε τό νοῦ μας καί νά τόν περιορίζουμε στά λόγια τῆς προσευχῆς, νά ἐμβαθύνει δηλαδή στό νόημα κάθε λέξης. Ἄς μήν ἀπελπίζεται κανείς ἀπό τήν ἀκηδία καί τήν σκληροκαρδία. Φτάνει νά ἀναγνωρίζει πώς εἶναι ἀνάξιος καί νά ἀγωνίζεται ὅσο μπορεῖ νά προσεύχεται. Ἄν ἡ προσευχή του δέν εἶναι θερμή, δέν σημαίνει καί πώς δέν εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό. Μερικές φορές ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς θυσία, ἄν ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνεται καί μέμφεται τόν ἑαυτό του μπροστά στόν Θεό».
«Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης μιά μέρα προσευχόταν καί ἕνας δαίμονας πού τόν παρακολουθοῦσε τοῦ ψιθύριζε: “Ὑποκριτή, πῶς τολμᾶς νά προσεύχεσαι, μέ τόν ρυπαρό νοῦ σου γεμάτο ἀπό σκέψεις, τίς ὁποῖες διαβάζω”; Γι’ αὐτό καί τοῦ ἀπάντησε: “Ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ νοῦς μου εἶναι γεμάτος ἀπό σκέψεις πού ἀντιπαθῶ καί πολεμῶ, προσπαθῶ νά προσευχηθῶ”». Αὐτή ἡ πάλη, αὐτό τό κονταροχτύπημα μέ τό νοῦ μας ἐκείνη τήν ὥρα, μᾶς ἀσκεῖ στόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς. Μέσῳ αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας γινόμαστε καλύτεροι.
Συνομιλώντας ὁ στάρετς Ἀμβρόσιος μέ κάποιον ἀδελφό –ὁ λόγος ἦταν γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί γιά τούς ἀπρεπεῖς λογισμούς– τοῦ διηγήθηκε τήν ἑξῆς ἐντυπωσιακή περίπτωση: Ρώτησε ἕνας ἀδελφός τόν ἄλλον «Ποιός σοῦ ἔμαθε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ»; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Οἱ δαίμονες». «Μά εἶναι δυνατόν αὐτό»; «Βεβαίως. Αὐτοί μέ πολεμοῦσαν μέ αἰσχρούς λογισμούς, ἐγώ ἀμυνόμουν λέγοντας τήν εὐχή κι ἔτσι τήν ἔμαθα καλά». Ὁ διάβολος μᾶς πολεμᾶ σέ δύο ἐπίπεδα. Στό πρῶτο προσπαθεῖ νά μᾶς ἀποτρέψει ἐντελῶς ἀπό τήν προσευχή μέ πολλές δικαιολογίες. Τήν κούραση, τή νύστα, τό πρωινό ξύπνημα, τό ὅτι δέν χάθηκε ὁ κόσμος κ.λπ. Ὅταν αὐτό δέν τό καταφέρει πηγαίνει στό δεύτερο ἐπίπεδο. Ἄν τελικά ἀρχίσουμε τήν προσευχή προσπαθεῖ νά μᾶς τήν χαλάσει μέ τούς λογισμούς καί τόν περισπασμό. Πρέπει νά τόν πολεμοῦμε καί στά δύο ἐπίπεδα!
Κατά τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐξομολογητικῆς του διακονίας, ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος… ἀνέβαινε μέ πολύ δυσκολία τά σκαλοπάτια κρατώντας τά κάγκελα τῆς σκάλας. –Μοῦ ψιθύριζε ὁ πονηρός στό αὐτί: «Τώρα εἶσαι κουρασμένος. Γιατί νά κάνεις τό Ἀπόδειπνο; Δέν θά καταλάβεις τίποτα. Θά τό κάνεις μηχανικά». Κι ἐγώ ἀπαντοῦσα: «Ἄν δέν τό κάνω καθόλου, θά εἶναι ὅλη ἡ νίκη δική σου. Ἄν τό κάνω ὅμως ἔστω καί μηχανικά, ἡ μισή νίκη θά εἶναι δική μου». Καί τό ἔκανα». Ἄλλωστε ποτέ καμία προσευχή δέν πάει χαμένη, καί μεῖς ἀδυνατοῦμε νά καταλάβουμε τήν ἀξία καί τῆς πιό ψυχρῆς κατά τή γνώμη μας προσευχῆς. «Γέροντα, εἶπε κάποιος στόν π. Παΐσιο, τό βράδυ πού ἔρχομαι ἀπό τή δουλειά νυστάζω καί δέν ἔχω ὄρεξη νά κάνω τίποτα…Τί νά κάνω;
–Οἱ στρατιῶτες ὅταν εἶναι κουρασμένοι κοιμοῦνται. Ὅμως πρίν κοιμηθοῦν, ρίχνουν μερικές ριπές στόν ἀέρα, γιά νά συνειδητοποιεῖ ὁ ἐχθρός ὅτι βρίσκονται ἔξω καί δέν ἀστειεύονται. Ἀφοῦ ρίξουν μερικές ριπές, πέφτουν γιά ὕπνο. Τό ἴδιο νά κάνεις καί σύ… νά λές λίγο τήν εὐχή καί νά ξαπλώνεις μετά».
Στή Βίβλο Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου ἀναφέρεται: «Ἐρώτηση: –Ὅταν προσεύχομαι ἤ ψέλνω καί δέν αἰσθάνομαι τή δύναμη τῶν λεγομένων, ἐξ αἰτίας τῆς σκληρότητας τῆς καρδιᾶς μου, σέ τί ὠφελοῦμαι; Ἀπόκριση: –Ἐάν ἐσύ δέν αἰσθάνεσαι, οἱ δαίμονες ὅμως αἰσθάνονται καί ἀκοῦν καί τρέμουν. Μήν παύσεις λοιπόν νά προσεύχεσαι. Καί σιγά σιγά μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά ἁπαλυνθεῖ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς σου».
Οἱ Ἅγιοί μας δίνουν κάποιες πρακτικές συμβουλές σέ αὐτόν τόν ἀγώνα: «Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὅταν ὁ νοῦς μας φεύγει σέ ἄσχημα πράγματα, ἤ ἔρχονται χωρίς νά τό θέλουμε, νά μή χρησιμοποιοῦμε ἀντιρρητικό πόλεμο κατά τοῦ ἐχθροῦ, διότι καί ὅλοι οἱ δικηγόροι καί ἄν μαζευτοῦν, μέ ἕνα διαβολάκι δέν τά βγάζουν πέρα μέ συζήτηση, ἀλλά μόνο μέ μιά περιφρόνηση μπορεῖ νά τά διώξει κανείς, ὅπως καί τούς βλάσφημους λογισμούς» (π. Παΐσιος).
Γ) Σταματᾶ ὅσο γίνεται πιό γρήγορα αὐτόν τόν περισπασμό.
Πατάει τό στόπ σέ αὐτή τήν ταινία πού ἀρχίζει νά παίζει ὁ νοῦς του. Δέν χρονοτριβεῖ καθόλου. Ταχύτατα φεύγει ὁ νοῦς; Ταχύτατα ἐπίσης τόν μαζεύει.
Δ) Ξαναγυρίζει πίσω στήν προσευχή.
Ἐκεῖ πού τήν ἄφησε. Στό σημεῖο πού εἶχε μείνει.
Ε) Ἐπαναλαμβάνει τά λόγια πού δέν ἄκουσε οὔτε ὁ ἴδιος. Ἐπαναλαμβάνει τήν προσευχή.
«Νά ψέλνεις καί μέ τό στόμα, ἀλλά ὅμως μέ πολύ σιγανή φωνή καί ὁ νοῦς νά ἐπιστατεῖ, καί νά μήν ἀνέχεται νά μείνει κάποιος λόγος χωρίς νά κατανοηθεῖ. Καί ἄν καμιά φορά ξεφύγει κάτι ἀπό τό νοῦ χωρίς νά κατανοηθεῖ νά ἐπαναλάβεις τό στίχο, ὅσες φορές χρειάζεται, μέχρι πού νά κάνεις τό νοῦ σου νά παρακολουθεῖ τά λεγόμενα..» (Θεόληπτος Φιλαδελφείας).
«Νά ἀγωνίζεσαι νά περικλείεις τή σκέψη σου μέσα στά λόγια τῆς προσευχῆς. Καί ἄν ἐξαιτίας τῆς νηπιακῆς πνευματικῆς καταστάσεώς σου ἀτονίσει καί ξεφύγει ἀπό ἐκεῖ, πάλι περιμάζεψέ τη μέσα. Γιατί γνώρισμα τοῦ νοῦ εἶναι τό ἄστατο» (Κλῖμαξ).
ΣΤ) Τονίζει τίς λέξεις.
Τίς λέει ἀργά ἀργά. Εἶναι καλύτερα νά διαβάσει ἕναν ψαλμό ἀργά ἀργά καί νά τόν καταλάβει καί νά τόν αἰσθανθεῖ, παρά πολλούς ψαλμούς βιαστικά. Εἶναι καλύτερα νά πεῖ τρία «Κύριε ἐλέησον» ἀργά καί μέ συγκέντρωση στίς λέξεις, παρά σαράντα «Κύριε ἐλέησον» σάν μηχανάκι. Ἄν τόν βοηθᾶ κλείνει τά μάτια γιά νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τά διάφορα ἐξωτερικά ἐρεθίσματα. Ἄν δέν τόν βοηθᾶ αὐτό, ἀνοίγει τά μάτια του καί τά προσηλώνει σέ μιά εἰκόνα.
Ἀναφέρει ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Ὅταν προσεύχεσαι στό Ναό, νά στέκεσαι σέ στάση προσοχῆς. Σέ αὐτό θά βοηθηθεῖς ἐάν ἔχεις τά μάτια κλειστά. Νά τά ἀνοίγεις μόνο ὅταν σέ κυριεύει ἡ νύστα καί ἡ ἀκηδία. Τότε νά προσηλώνεις τό βλέμμα σου σέ κάποια εἰκόνα καί στό κερί πού καίει μπροστά της».
Η) Βάζει τόν ἑαυτό του μέσα στίς λέξεις καί τούς ὕμνους.
«Ὅταν διαβάζεις τούς στίχους τῆς ψαλμωδίας σου, μή σκέφτεσαι ὅτι εἶναι λόγια ἀλλουνοῦ, πού τά ἐπαναλαμβάνεις. Καί αὐτό, γιά νά μή νομίσεις ὅτι οἱ ψαλμοί, πού ἔχεις μπροστά σου γιά πνευματική μελέτη, εἶναι ἀτέλειωτοι, καί παραβλέψεις τελείως τήν κατάνυξη καί τή χαρά πού φέρνουν. Ἐσύ λοιπόν, ὅταν προσεύχεσαι, νά διαβάζεις μέ κατάνυξη τούς στίχους, σάν νά εἶναι δικά σου λόγια, καί νά καταλαβαίνεις ὅσα λές, σάν νά εἶναι τό ἔργο σου αὐτό, πού πρέπει νά τό ἐκτελεῖς τέλεια» (Ἰσαάκ Σύρος).
Πρέπει στά πρόσωπα τῶν ὕμνων νά τοποθετῶ τόν ἑαυτό μου. Ὅταν θά ἀκούω τή μεγάλη Τρίτη «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…» νά προσαρμόσω ὅλα τά λόγια στόν ἑαυτό μου, σέ πρῶτο πρόσωπο καί νά σκεφτῶ ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσῶν, ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰούδας, ἐγώ εἶμαι ὁ Πέτρος καί ἐγώ πρωταγωνιστῶ σέ αὐτά. Νά φανταστῶ μέ τό μυαλό μου τόν ἑαυτό μου στή δική τους θέση καί ὅτι ἐγώ λέω τά δικά τους λόγια στόν ὕμνο. Τότε ἡ προσευχή γίνεται δική μου!
Ἡ προσήλωση τοῦ νοῦ…
Πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νά λυθεῖ αὐτό τό πρόβλημα; Ἐρωτᾶται ὁ μέγας Βασίλειος: «Πῶς μπορεῖ κανείς νά ἐπιτύχει στήν προσευχή τήν προσήλωση τοῦ νοῦ: Ἀπάντηση: Ἐάν βεβαιωθεῖ ὅτι μπροστά του εἶναι ὁ Θεός. Γιατί, ἄν, ὅταν βλέπει κανείς κάποιον ἄρχοντα ἤ προϊστάμενο ἔχει προσηλωμένο τό βλέμμα του σ’ αὐτόν καί συζητεῖ μαζί του, πολύ περισσότερο ἐκεῖνος πού προσεύχεται στόν Θεό, πρέπει νά ἔχει προσηλωμένη τή σκέψη του σέ Ἐκεῖνον πού ἐρευνᾶ τίς καρδιές καί τά νεφρά». Ἄρα προσευχή χωρίς προσοχή δέν γίνεται. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλάβεια, ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς μου θά μοῦ προσηλώσουν τό νοῦ. Νά καταλάβω πρῶτον σέ Ποιόν μιλάω καί δεύτερον ποιός εἶμαι ἐγώ πού Τοῦ μιλάω. Εἶμαι χῶμα καί στάχτη μπροστά στόν ἀπειροτέλειο!
Εἶναι τόσο χαρακτηριστική ἡ προσήλωση τῶν ἁγίων στήν προσευχή. «Ἐνῶ προσευχόταν κάποιος ἅγιος Γέροντας, ἕνας σκορπιός τοῦ δάγκωσε τό πόδι. Ἡ καρδιά του ἔσταξε αἷμα ἀπό τόν πόνο, μά δέν διέκοψε τήν προσευχή του. Στάθηκε ἀκίνητος ὥς τό τέλος» λέει τό Γεροντικό.
Ἀναφέρει ὁ στάρετς Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα: «Στό σπίτι ἡ μητέρα μέ ἔβαζε νά διαβάζω τούς χαιρετισμούς τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας. Μερικές φορές τύχαινε νά στεκόμαστε ὄρθιοι στήν προσευχή καί ξαφνικά ἀπό τό παράθυρο νά βλέπουμε τόν ἀρκουδιάρη νά περνάει μέ μιά ἀρκούδα. Ἀκολουθοῦσε πολύς κόσμος καί γινόταν πολύ φασαρία. Ἦταν κάτι φοβερό. Συνεχίζαμε ὅμως νά προσευχόμαστε μέ περισσότερο ζῆλο καί ἀφοσίωση. Οἱ ἐπισκέπτες πού ἄκουγαν τίς ἀφηγήσεις του, μερικές φορές τόν ρωτοῦσαν: Σίγουρα τά παιδιά δέν ἤθελαν νά πᾶνε κοντά στό παράθυρο, γιά νά παρακολουθήσουν αὐτό τό περίεργο θέαμα; –Ὄχι, αὐτό ἦταν ἀδύνατο. Ἡ μητέρα μας ἦταν πολύ αὐστηρή, ἀπαντοῦσε ὁ γέροντας». Τίποτα δέν τούς τραβοῦσε τήν προσοχή καί τήν περιέργεια.

*
2. Ἡ Καρδιά στήν προσευχή
«Ἄν ἔχεις καρδιά, μπορεῖς νά σωθεῖς» λέει τό Γεροντικό. Θά μπορούσαμε κάλλιστα νά ποῦμε: Καί «ἄν ἔχεις καρδιά μπορεῖς νά προσευχηθεῖς». Ὅ,τι κάνουμε γιά τόν Θεό, πρέπει νά τό κάνουμε μέ τήν καρδιά μας. Ἄν ὁ Θεός μᾶς λέει, «υἱέ δός μοί σήν καρδιάν», ἄρα καί στήν προσευχή μας ἡ καρδιά μας πρέπει νά τοῦ μιλάει περισσότερο παρά τά χείλη μας, διότι ἀλλιῶς θά ἰσχύει καί γιά μᾶς τό: «Ὁ λαός οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾶ, ἡ δέ καρδιά αὐτοῦ πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ». Στήν προσευχή εἶναι καλύτερα νά ἔχεις καρδιά δίχως λόγια παρά λόγια δίχως καρδιά!
Ἀναφέρει σχετικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅταν κάνουμε τήν προσευχή μας, πρέπει νά πηγάζει κάθε λέξη της κατ’ εὐθείαν ἀπό τήν καρδιά καί κάθε μία ἀπό αὐτές τίς λέξεις νά διατηρεῖ ὅλη τή δύναμη τοῦ περιεχομένου της. Ἄν ἀφήσουμε νά ἐξατμισθεῖ ἡ οὐσία ἑνός φαρμάκου, τό φάρμακο αὐτό παύει νά εἶναι σωτήριο... Ἔτσι καί κατά τήν προσευχή. Ἄν λέμε τά λόγια της, μή προσέχοντας στό ζωοποιό νόημά τους, δέν θά ἀποκομίσουμε ὠφέλεια… Τά λόγια τῆς προσευχῆς ἀντιστοιχοῦν στά συστατικά στοιχεῖα ἑνός φαρμάκου. Τό καθένα ἔχει τή δική του δύναμη καί ὅλα μαζί ἀποτελοῦν τή θεραπευτική δόση πού χρειάζεται τό ἄρρωστο σῶμα μας. Ὅπως οἱ φαρμακοποιοί φυλᾶνε σέ κλειστό μπουκάλι ἕνα παρασκεύασμα ἰαματικό, γιά νά μήν ἐξατμιστεῖ ἡ δύναμή του, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε μέ τά λόγια της προσευχῆς. Νά φυλᾶμε τή δύναμή τους στόν κλειστό χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά τά προφέρουμε μέ ὅλη τή δύναμή τους ἄθικτα καί ἀκέραια».
«Κάποτε ὁ στάρετς Βαρσανούφιος ἄκουσε κάποιον νά λέει κακομοιρίστικα:
–Καί τί νά κάνω; Δόξα σοί ὁ Θεός. –Ἔτσι τό λένε τό “δόξα σοι ὁ Θεός”; φώναξε ὁ π. Βαρσανούφιος.
–Καί πῶς νά τό λέω; -Δόξα σοι ὁ Θεός! Δόξα σοι ὁ Θεός! εἶπε ὁ Ἅγιος μέ φωνή γεμάτη γαλήνη, εἰρήνη καί χαρά. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη κατάλαβα ὅτι τό “δόξα σοι ὁ Θεός” δέν ἐπιτρέπεται νά εἶναι ἕνα κακομοιρίστικο ἐπιφώνημα. Καί ὅτι ἔχουμε χρέος νά δοξάζουμε τόν Κύριο ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας».
Α) Μέ ἀγάπη στήν καρδιά.
Ὅ,τι γίνεται μέ καρδιά θά ἔχει μέσα του ἀγάπη, ἀφοῦ καρδιά καί ἀγάπη συνδέονται. Προσεύχομαι στό Χριστό ἀπό ἀγάπη, μέ ἀγάπη, καί γιά τήν ἀγάπη σέ Ἐκεῖνον.
Ἀναφέρει ὁ γέρων Πορφύριος: «Ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι λεπτή, νά εἶναι εὐαίσθητη, νά εἶναι αἰσθηματική. Πρέπει νά πονάεις. Νά ἀγαπάεις καί νά πονάεις. Νά πονάεις γιά αὐτόν πού ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιά τόν ἀγαπημένο… ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε φλόγα γιά τό Χριστό; Τρέχουμε ὅταν εἴμαστε κατάκοποι, νά ξεκουραστοῦμε στήν προσευχή, στόν Ἀγαπημένο ἤ τό κάνουμε ἀγγαρεία καί λέμε: “Ὤ, τώρα ἔχω νά κάνω καί προσευχή καί κανόνα...”; Τί λείπει καί νιώθουμε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δέν ἔχει ἀξία νά γίνεται μιά τέτοια προσευχή. Ἴσως μάλιστα κάνει καί κακό. Ἄν στραπατσαριστεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις, διότι ὁ Χριστός “χοντρές” ψυχές δέν θέλει κοντά του».
Ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: «Γιατί κάνω ἀνόρεκτα τή σύντομη ἀκολουθία μου»; Ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀπό ἐδῶ φαίνεται, ἄν δηλαδή κανείς, ὁλοπρόθυμα καί μέ κατάνυξη καί συγκεντρωμένο τό νοῦ ἐκτελεῖ τή θεϊκή ἐργασία». Τήν προσευχή νά τήν ἐκτελοῦμε (=πράττουμε) καί ὄχι νά τήν ἐκτελοῦμε (=σκοτώνουμε)!
Β) Μέ πόνο καρδιᾶς.
«Ὅλη ἡ βάση εἶναι νά πονάει ὁ ἄνθρωπος. Ἄν δέν πονάει, μπορεῖ νά κάθεται ὧρες μέ τό κομποσχοίνι, καί ἡ προσευχή του νά μήν ἔχει κανένα ἀποτέλεσμα. Ἄν ὑπάρχει πόνος γιά τό θέμα γιά τό ὁποῖο προσεύχεται, ἀκόμη καί μέ ἕναν ἀναστεναγμό κάνει καρδιακή προσευχή… Ἕνας ἀναστεναγμός γιά τόν πόνο τοῦ ἄλλου εἶναι μιά καρδιακή προσευχή. Ἰσοδυναμεῖ δηλαδή μέ ὧρες προσευχῆς… Ἡ πραγματική προσευχή ξεκινάει ἀπό ἕναν πόνο. Δέν εἶναι εὐχαρίστηση, “νιρβάνα”.Τί πόνος εἶναι; Βασανίζεται μέ τήν καλή ἔννοια ὁ ἄνθρωπος… Στό Ἅγιον Ὄρος ἔκαναν κάπου Λιτανεία γιά τήν ἀνομβρία καί ἀντί νά βρέξει ἔπιασε πυρκαγιά! Δέν γίνεται ἡ Λιτανεία σά νά κάνουμε περίπατο. Θέλει νά πονέσουμε… Μᾶς ζητοῦν νά κάνουμε μιά ἀγρυπνία, ἄς ὑποθέσουμε, γιά ἕναν ἄρρωστο, καί ψάλλουμε “ἀνοίξαντός σου τήν χεῖρα…” καί χαιρόμαστε. Ἐμεῖς περνᾶμε εὐχάριστα τήν ὥρα μας καί ὁ ἄλλος ἐν τῷ μεταξύ πεθαίνει. Κάνουμε λέει ἀγρυπνία γιά τόν ἄρρωστο. Τί ἀγρυπνία; Ἐσεῖς κάνετε διασκέδαση. Αὐτό εἶναι πνευματική διασκέδαση…».
Ἔλεγε ὁ γέροντας Ἱερώνυμος τῆς Αἴγινας: «Ἐγώ θυσιάζω τόν ἑαυτό μου γιά ὅποιον προσεύχομαι. Θεωρῶ πώς ἡ προσευχή ἐκείνη πού γίνεται χωρίς νά ματώνει ἡ καρδιά ἀπό ἀγάπη καί πόνο, δέν φτάνει στόν Θεό. Γιά αὐτό λιώνω στήν προσευχή…». «Νά προσεύχεσαι γιά τόν κόσμο εἶναι σάν νά χύνεις αἷμα» ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης.
«Κάθε προσευχή γιά τήν ὁποία δέν κουραστεῖ τό σῶμα καί δέν στενοχωρηθεῖ σέ αὐτήν ἡ καρδιά, θεωρεῖται ἔκτρωμα. Γιατί ἐκείνη ἡ προσευχή εἶναι χωρίς ψυχή» (Ἰσαάκ ὁ Σύρος). Ἤ κατά τήν Φιλοκαλία «ὅπως φαίνεται ἡ ἀνάλατη τροφή στό λάρυγγα, ἔτσι θά φανεῖ ἡ προσευχή πού φτάνει στό νοῦ χωρίς κατάνυξη». «Σημασία στήν προσευχή ἔχει ὄχι ἡ χρονική διάρκεια ἀλλά ἡ ἔνταση. Νά προσεύχεστε ἔστω καί πέντε λεπτά, ἀλλά δοσμένα στόν Θεό μέ ἀγάπη καί λαχτάρα. Μπορεῖ ἕνας μιά νύχτα ὁλόκληρη νά προσεύχεται κι ὁ ἄλλος μονάχα πέντε λεπτά καί αὐτή ἡ προσευχή τῶν πέντε λεπτῶν νά εἶναι ἀνώτερη. Μυστήριο εἶναι αὐτό βέβαια, ἀλλά ἔτσι εἶναι» λέει ὁ π. Πορφύριος. Νά γίνεται ἡ προσευχή ἐμπόνως καί ἐντόνως!
Νά πῶς περιγράφει τήν ἔμπονη καί ἔντονη προσευχή τῆς ἄρρωστης ἀδελφῆς του Γοργονίας, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ἀφοῦ φύλαξε νά ἔλθει ἡ ἀκατάλληλη ὥρα τῆς νύχτας, πέφτει μέ πίστη στό θυσιαστήριο… μέ φωνή μεγάλη καί μέ ὅλες τίς ἐπικλήσεις…ἀποθέτει τό κεφάλι της στό θυσιαστήριο μέ φωνές καί μέ ἄφθονα δάκρυα βρέχοντάς το, ἀπειλοῦσε ὅτι δέν θά σταματήσει ἄν δέν λάβει τήν ὑγεία της. Ἔπειτα μέ τό δικό της αὐτό φάρμακο –τά δάκρυα– ἀλείφοντας ὁλόκληρο τό σῶμα της καί ἄν κάπου θησαύρισε τό χέρι της κάτι ἀπό τό τίμιο σῶμα καί αἷμα τῆς εὐχαριστίας, αὐτό ἀναμιγνύοντας μέ τά δάκρυά της, ὤ θαῦμα, φεύγει καί αἰσθάνθηκε ἀμέσως τήν σωτηρία».

*
Γ) Μέ αὐθορμητισμό στήν καρδιά…
Στήν προσευχή μας πρέπει νά ἀφήνουμε καί τόν ἑαυτό μας νά ἐκφράζεται ἐλεύθερα στό Χριστό. Νά τοῦ ποῦμε ὅ,τι νιώθει ἡ καρδιά μας. Ἀκόμη καί τά παράπονά μας, καί τίς ἀμφιβολίες μας. Οἱ Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ εἶναι γεμάτοι εἰλικρίνεια καί αὐθορμητισμό. Αὐτό πάει νά πεῖ ἀληθινή σχέση μέ ἕνα πρόσωπο. «Μήν ἐπιτηδεύεσαι τά λόγια τῆς προσευχῆς σου. Διότι πολλές φορές τά ἁπλά καί ἀνεπιτήδευτα ψελλίσματα τῶν μικρῶν παιδιῶν εὐχαριστοῦν καί ἱκανοποιοῦν τόν οὐράνιο πατέρα τους» (Κλῖμαξ). Στήν προσευχή δέν γράφω ἔκθεση οὔτε ποίημα. Εἶμαι ἁπλός καί μιλῶ ἐν «ἀφελότητι καρδίας», σάν παιδί!

*
Δ) Μέ σιωπή στά χείλη καί ἀκοή στήν καρδιά…
«Κρεῖττον τό σιγᾶν τοῦ λαλεῖν»! Αὐτό ἰσχύει συχνά καί στήν προσευχή μας. «Ὁ πιστός, μπαίνει στό ταμιεῖο τῆς καρδιᾶς του, καί ἐκεῖ, ἱστάμενος μπροστά στόν Θεό, μπορεῖ νά ἀκούσει τόν «ἐν σιγῇ» λόγο τοῦ Δημιουργοῦ του. Ὅταν προσεύχεσαι… πρέπει νά παραμένεις σιωπηλός… νά ἀφήνεις τήν προσευχή νά μιλᾶ, νά ἀφήνεις τόν Θεό νά μιλήσει. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παραμένει πάντοτε σιωπηλός καί νά ἐπιτρέπει στόν Θεό νά ὁμιλεῖ».
«Μιά ἡλικιωμένη κυρία μοῦ εἶπε, λέει ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος τοῦ Σουρόζ: Πάτερ, δεκατέσσερα χρόνια τώρα προσεύχομαι συνεχῶς καί ποτέ δέν αἰσθάνθηκα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τή ρώτησα: Τοῦ δίνετε τήν εὐκαιρία νά πεῖ καί Ἐκεῖνος μιά λέξη; Μά τοῦ μιλάω ἐγώ συνεχῶς. Αὐτό δέν εἶναι προσευχή; Τῆς ἀπάντησα: Δέν νομίζω πώς αὐτό πού κάνετε εἶναι προσευχή καί σᾶς συμβουλεύω νά ἀποσύρεστε σέ μιά ἄκρη μέ τό πλεκτό σας, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιά δεκαπέντε λεπτά τήν ἡμέρα. Ἔκανε ὅπως τῆς εἶπα καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἔρθει πολύ σύντομα νά μέ δεῖ καί νά μοῦ πεῖ: Μοῦ συμβαίνει κάτι παράξενο. Ὅταν προσεύχομαι καί μιλάω στόν Θεό μέ λόγια, δέν αἰσθάνομαι τίποτα μέσα μου. Ὅταν ὅμως κάθομαι σιωπηλά ἐνώπιόν του πρόσωπο μέ πρόσωπο, τότε αἰσθάνομαι νά μέ τυλίγει ἀπό παντοῦ ἡ παρουσία Του».
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας νά εἶναι δοσμένα στόν Χριστό κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, εἰδικά ὅμως κατά τήν ἱερή ὥρα τῆς προσευχῆς μας.
 

http://exagorefsis.blogspot.gr/2012/04/blog-post_9136.html?m=1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις