Live Radio

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι

Η ταπείνωση θα λέγαμε ότι έχει τρεις πτυχές:
Η πρώτη είναι η ηθική αυτογνωσία, αυτή που δεν είχαν δυστυχώς οι Αρχιερείς, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι της εποχής του Χριστού. Πίστευαν για τον εαυτό τους ότι είναι άμεμπτοι… Κι όμως είναι εκείνοι που σταύρωσαν τον Χριστό! Η ηθική αυτογνωσία είναι το να γνωρίζεις ποιος είσαι, να δεις την αμαρτωλή σου κατάσταση. Να μη λες «δεν έκανα τίποτα άσχημο στη ζωή μου, είμαι σπουδαίος, είμαι ηθικότατος άνθρωπος». Είναι μερικοί που έτσι λένε, και είναι δυστύχημα! Πρέπει να βλέπουμε τις ροπές μας, αυτές που έχουμε μέσα μας, και που θα ντρεπόμαστε να τις δημοσιοποιήσουμε. Είναι ροπές βρώμικες, ποικίλες ροπές, που θα ντρεπόμαστε να τις πούμε! Δεν κάναμε ίσως καμία πράξη ως προς τις ροπές αυτές, αλλά όμως έχουμε μέσα μας ένα ακάθαρτο υποσυνείδητο, και κατ’ επέκταση μία ακάθαρτη συνείδηση. Έχουμε αισθήματα ακάθαρτα, έχουμε λογισμούς και επιθυμίες ακάθαρτες, που βέβαια δεν φαίνονται στους πολλούς. Πώς μπορούμε λοιπόν να λέμε ότι είμαστε σπουδαίοι;
Έλεγε ο Ψαλμωδός, στον 18ο Ψαλμό: «και εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. 18, 13), να με καθαρίσεις από εκείνα που είναι μέσα μου κρυφά. Αν έπρεπε να μιλήσουμε με μία σύγχρονη γλώσσα, θα λέγαμε: «Κύριε, καθάρισέ μου το υποσυνείδητο». Οι ασκητές που πήγαιναν στην έρημο για βαριά ασκητική, το έκαναν για να καθαρίσουν το υποσυνείδητό τους. Ρωτήστε, αν θέλετε, έναν ψυχίατρο, έναν ψυχολόγο, αν είναι εύκολο ή δύσκολο να καθαρίσει κανείς το υποσυνείδητό του. Θα σας έλεγε πως είναι αδύνατον! Ε, θα λέγαμε, όχι ακριβώς, αλλά περίπου αδύνατον. Πράγματι, μπορεί κάποιος να καθαρίσει τον εαυτό του, το υποσυνείδητό του, αλλά με πολύ βαριά άσκηση. Δηλαδή, με άλλα λόγια, πρέπει να ξέρουμε ότι στα μάτια του Θεού δεν είμαστε σπουδαίοι και τρανοί! Άρα λοιπόν πρέπει να έχουμε αυτογνωσία.
Ο απόστολος Παύλος, κατεβαίνοντας τα τρία σκαλοπάτια της ταπεινώσεως, στην αρχή έλεγε: «Είμαι ο έσχατος των Αποστόλων» (Α’ Κορ. 15, 7-9). Όταν πέρασαν κάποια χρόνια, έλεγε: «Είμαι ο έσχατος των ανθρώπων» (Εφεσ. 3, 8). Και όταν πέρασαν πάλι μερικά χρόνια, έλεγε: «Είμαι ο έσχατος των αμαρτωλών» (Α’ Τιμ. 1, 15). Ποιός; Ο Παύλος!...
 
Η δεύτερη πτυχή της ταπεινώσεως είναι η διανοητική αυτογνωσία, εκείνη που αναφέρεται στην ακριβή γνώση των διανοητικών προσόντων.
Ο απόστολος Παύλος λέει: «Μη υπερφρονείν παρ’ ο δει φρονείν, αλλά φρονείν εις το σωφρονείν» (Ρωμ. 12, 3). Δηλαδή: Να μη φρονεί κανείς για τον εαυτό του ότι είναι παραπάνω από εκείνο που πρέπει να φρονεί, αλλά να φρονεί έτσι ώστε να μπορεί να είναι σώφρων. Να έχουμε, λέει, γνώση των διανοητικών μας δυνάμεων και καταστάσεων.
Ας θυμηθούμε ακόμη τα «χαρτία του Σωκράτους». Τον ρώτησαν κάποτε: «Γιατί δεν γράφεις αυτά τα σοφά που λες;», και εκείνος απάντησε: «Θεωρώ ότι τα χαρτιά είναι πιο ακριβά, πιο πολύτιμα από τα λόγια που θα έγραφα»! (Στο πρωτότυπο: Σωκράτης ερωτηθείς διά τι ου συγγράφει είπεν, ότι ορώ τα χαρτία πολύ των γραφησομένων τιμιώτερα).
Ο Κύριος είπε: «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» (Ματθ.5, 3). Αυτό επίσης ερμηνεύεται: Μακάριοι εκείνοι που είναι φτωχοί με τη δική τους προαίρεση, επειδή οι ίδιοι το θέλουν να είναι φτωχοί.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Πνεύμα γαρ ενταύθα την ψυχήν και την προαίρεσιν είρηκεν» (Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις το Κατά Ματθαίον, MPG 57, 224, 15-16). Διότι εδώ ο Κύριος είπε πνεύμα την ψυχήν και την προαίρεση.
Κι όπως λέει ο Ζιγαβηνός, «διότι ουδέν των απροαιρέτων μακαριστόν· πάσα γαρ αρετή τω εκουσίω χαρακτηρίζεται». Τίποτε δεν μακαρίζεται χωρίς προαίρεση· γιατί η αρετή λογίζεται σ’ αυτόν που τη θέλει. Δηλαδή: μένω φτωχός –από χρήματα- γιατί θέλω να μένω φτωχός. Όχι γιατί δεν έχω την ικανότητα να γίνω πλούσιος, αλλά θέλω να μένω χωρίς περιουσία για κάποιο σκοπό: για τη δόξα του Θεού, για την οικοδομή της Εκκλησίας Του, για την ιεραποστολή, και λοιπά.
Αγαπητοί μου, ο καρπός αυτής της εκούσιας πτωχείας και ταπεινώσεως είναι η απόκτηση της Βασιλείας του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού αρχίζει από μέσα μας και ολοκληρώνεται στον Ουρανό. Για να βρεθούμε λοιπόν στη Βασιλεία του Θεού, πρέπει να περάσουμε από την πολύ-πολύ χαμηλή πορτούλα που λέγεται ταπείνωση.

 π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Οι Μακαρισμοί

Διδακτική ιστορία:

Ο τσομπάνος που πήγε στον Παράδεισο!

.....Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ' τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης.
Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθτικε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλησιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος. Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. 
Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρηδες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! "Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;
'Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:
- Καί µετά τί έγινε: Πως πήγε στόν Παράδεισον;
- 'Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. 'Ετσι κι έγινε.
Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.
'Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη. Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε. Τήν πέµπτη µέρα πεί νασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. 'Έσυρε λοιπόν καί πήγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του. Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:

-' Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! 'Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!
- Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης.Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε, πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:
Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ' αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:
- 'Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβη; από κεί πάνω, νά 'ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά 'ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;
- 'Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. 'Ερχοµαι.
- Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. 'Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του, τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.
Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο. 'Εγώ γι' αυτό πάω στόν Θεό. 'Ερχεοαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε δµως ο Σταυρωµένος ν' άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.
Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:
- Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν. Σ' ακουσα µέ τά ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;
- Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο. Καί είπε στόν καλόγερο:
- Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηδα;
Κατάλαβες; Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί. Κακό εκανα;
- 'Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος. Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.
'Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο, πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι' αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.
- Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη, πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος. Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν
παίρνω εγώ μαζί μου.
- Έκείνοι κοκκαλώσανε απ' τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν έκείνος απομακρύνθηκε, τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ' τά μάτια τους.
Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο. Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός. Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα, αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη, πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ' αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα. 
 
Από το βιβλίο του Π. Σωτήρχου «Οι εραστές του παραδείσου» εκδ.Αστήρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις